παρασέρνω

παρασέρνω
(αόρ. (ε)παράσυρα, παθ. αόρ. (ε)παρασύρθηκα) μετ.
1) уносить, увлекать (о воде, ветре); 2) сшибать, сбивать (о машине); παρασύρθηκε από διερχόμενο αυτοκίνητο он был сбит проходящей машиной; 3) увлекать, завлекать; 4) втягивать, вовлекать; 5) соблазнять, совращать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "παρασέρνω" в других словарях:

  • παρασέρνω — παρασέρνω, παρέσυρα (σπάν. παράσυρα) βλ. πίν. 204 Σημειώσεις: παρασέρνω : απαντάται σπάνια σε σχέση με το παρασύρω, κυρίως με την έννοια → παίρνω ή τραβάω με δύναμη προς κάποια κατεύθυνση. (... ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρασέρνω — και παρασύρω 1. τραβώ προς το μέρος μου, παίρνω μαζί μου με βίαιο τρόπο, συμπαρασύρω 2. εκτρέπω, βγάζω κάποιον από τον δρόμο του 3. μτφ. αποπλανώ, ξεμυαλίζω …   Dictionary of Greek

  • παρασέρνω — παρέσυρα, παρασύρθηκα, παρασυρμένος 1. κάνω κάποιον να μετακινηθεί, τραβώ, σέρνω κάποιον χωρίς να μπορεί να αντισταθεί: Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν ...ως πού θα με παρασύρουν; (Γ. Σεφέρης). 2. μτφ., κάνω κάποιον να παραστρατήσει: Με παρέσυρε ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… …   Dictionary of Greek

  • περισύρω — ΝΜΑ σύρω κάτι ολόγυρα, τραβώ εδώ κι εκεί νεοελλ. συμπαρασύρω, παρασέρνω μσν. μτφ. διασύρω, χλευάζω, περιγελώ αρχ. 1. αφαιρώ κάτι τραβώντας το ολόγυρα, αποσπώ τελείως 2. αρπάζω με τη βία, αποσπώ 3. μέσ. περισύρομαι αποκομίζω 4. μτφ. αφανίζω,… …   Dictionary of Greek

  • μπλέκω — έμπλεξα, μπλέχτηκα, μπλεγμένος 1. μτβ., μπερδεύω κάτι: Έμπλεξα τα έγγραφα. 2. μτφ., παρασέρνω κάποιον σε επιζήμια κατάσταση: Οι παρέες του τον έμπλεξαν στα ναρκωτικά. 3. αμτβ., περιπλέκομαι, μπερδεύομαι, αναμειγνύομαι: Έμπλεξε με λωποδύτες. 4. φρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρασύρω — βλ. παρασέρνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπαρασύρω — συμπαρέσυρα, συμπαρασύρθηκα, παρασέρνω μαζί μου: Με συμπαρέσυρε στην καταστροφή. – Το νερό συμπαρέσυρε ανθρώπους και ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»